Λύδιος

Λύδιος
Λύδιος [ῡ], α, ον,
A of Lydia, Lydian,

αὐλοί Pi.O.5.19

;

σύκινα PCair.Zen.33.12

(iii B.C.); also ος, ον Luc.VH1.8, Harm.1: prov., παρὰ τὸ Λύδιον ἅρμα θέειν to be left far behind, Diogenian.6.28, Greg.Cypr.2.99, cf. Pi.Fr.206: Λυδία λίθος, , a siliceous stone used to assay gold, and first discovered in Lydia, elsewhere

βάσανος, Λυδία γὰρ λίθος μανύει χρυσόν B.Fr.10

; also

Λ. πέτρη Theoc.12.36

; and

ἡ Λ. Anon.

in An.Ox.3.216; Λ. λίθος, of the magnet, S.Fr.800: Λύδιον, τό, a kind of vase,

Λ. μέζω AJA31.349

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λύδιος — of Lydia masc nom sg Λύδιος of Lydia masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… …   Dictionary of Greek

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • Λύδιον — Λύδιος of Lydia masc acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg Λύδιος of Lydia masc/fem acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίων — Λύδιος of Lydia fem gen pl Λύδιος of Lydia masc/neut gen pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίοις — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίοισι — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίου — Λύδιος of Lydia masc/neut gen sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen sg Λυδίης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίους — Λύδιος of Lydia masc acc pl Λύδιος of Lydia masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδίῳ — Λύδιος of Lydia masc/neut dat sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύδια — Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λυδίης masc voc sg Λυδίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”